Μπιούκαναν τζούνιορ, Τζέιμς — (James Buchanan, Jr., Μέρφισμπρο, Τενεσί 1919 ). Αμερικανός οικονομολόγος. Σπούδασε στο Κολέγιο Μιντλ Τενεσί και στο Πανεπιστήμιο του Τενεσί και το 1948 έλαβε διδακτορικό τίτλο από το Πανεπιστήμιο του Σικάγο. Δίδαξε διαδοχικά οικονομικά στο… … Dictionary of Greek
Μπιουκάναν, Τζέιμς — (James Buchanan, 1791 – 1868). Αμερικανός πολιτικός, πρόεδρος των ΗΠΑ (1856 60). Μέλος του Δημοκρατικού Κόμματος, ασχολήθηκε με την πολιτική και εξελέγη στο Κογκρέσο (1821 31). Το 1833 έγινε γερουσιαστής και υποστήριξε την επεκτατική πολιτική του … Dictionary of Greek
Λιβερία — Κράτος της δυτικής Αφρικής. Συνορεύει στα Β με τη Σιέρα Λεόνε και τη Γουινέα, στα Α με την Ακτή του Ελεφαντοστού, ενώ στα Ν και στα Δ βρέχεται από τον Ατλαντικό ωκεανό.Η Λ. είναι ένα τεχνητό κράτος στη δυτική Αφρική, που δημιουργήθηκε τον 19ο αι … Dictionary of Greek
ουμανισμός — Πολιτιστικό κίνημα (λογοτεχνικό, φιλολογικό και φιλοσοφικό), που συνδυάζεται με την καλλιτεχνική Αναγέννηση των ευρωπαϊκών κρατών κατά τον 15o και 16o αι. Ο ο. ξεκινά από την τάση προς μόρφωση, την αγωγή και την πνευματική και σωματική… … Dictionary of Greek
Γκραντ, Κάρι — (Cary Grant,Μπρίστολ 1904 – 1986). Καλλιτεχνικό ψευδώνυμο του Βρετανού ηθοποιού Άρτσιμπαλντ Αλεξάντερ Λιτς (Archibald Alexander Leach). Μοναχογιός, έχασε τη μητέρα του σε ηλικία 9 ετών και άρχισε να κάνει διάφορες δουλειές στα περίχωρα του… … Dictionary of Greek
παιδικός σταθμός — Ειδικό παιδαγωγικό ίδρυμα που δέχεται, κατά κανόνα, παιδάκια 3 5 ετών, δηλαδή πριν από το δημοτικό σχολείο. Η εμφάνισή του, μετά το προηγούμενο των αιθουσών φύλαξης, είναι εντελώς σύγχρονη, συνδεδεμένη με την εμφάνιση και διάδοση του… … Dictionary of Greek